- σπίζω
- (I)Αεκτείνω, επιμηκύνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπιδ- (για ετυμολ. βλ. λ. σπιδής) + ρηματ. κατάλ. -jω].————————(II)Αφωνάζω σαν σπίζα, βγάζω τον ήχο σπι-σπι.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. σπίζω (πιθ. < *σπιγγ-jω) και το προσηγορικό σπίζα (πιθ. < *σπιγγ-jα) προέρχονται ίσως από θ. σπιγγ-, όπως φανερώνει και ο τ. σπίγγος, και ανάγονται πιθ. στην ΙΕ ρίζα *(s)pingo- «σπίνος» (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. fincho, γερμ. Fink, αγγλοσαξ. finc, αγγλ. finch). Είναι πιθ. όλη αυτή η οικογένεια να προέρχεται από ονοματοποιία].
Dictionary of Greek. 2013.